ευαπήγητος

ευαπήγητος
εὐαπήγητος (Α)
ιων. τ., βλ. ευαφήγητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευαφήγητος — εὐαφήγητος, ον, ιων. τ. εὐαπήγητος, ον (Α) ευκολοδιήγητος, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να διηγηθεί ή να περιγράψει («κράνεα περιπεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αφηγούμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”